πρόσπαιος

πρόσπαιος
-ον, Α
1. αυτός που έπεσε πάνω σε κάποιον ή κάτι, που προσέκρουσε με κάποιον ή κάτι
2. (κατ' επέκτ.) α) ο απροσδόκητος ή ο τυχαίος («εἰ πρόσπαιά πῃ τεύχοι κακά», Αισχύλ.)
β) πρόσφατος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόσπαιον
α) απροσδόκητα
β) πρόσφατα
4. φρ. «ἐκ προσπαίου»
(με επιρρμ. σημ.) α) αιφνιδίως, απροσδόκητα
β) πρόσφατα.
επίρρ...
προσπαίως Α
α) απροσδόκητα
β) πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. προσπαίω (πρβλ. έμ-παιος). Για τη δυσερμήνευτη χρονική σημ. τού προσ-* στον τ. πρόσπαιος με σημ. «πρόσφατος» βλ. και λ. πρόσφατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόσπαιος — striking upon masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπαίω — πρόσπαιος striking upon masc/fem/neut nom/voc/acc dual πρόσπαιος striking upon masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπαίως — πρόσπαιος striking upon adverbial πρόσπαιος striking upon masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσπαιον — πρόσπαιος striking upon masc/fem acc sg πρόσπαιος striking upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπαίου — πρόσπαιος striking upon masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσπαια — πρόσπαιος striking upon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”